κόλλημα

κόλλημα
το (AM κόλλημα) [κολλώ]
καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί
νεοελλ.
1. κόλληση, συγκόλληση
2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα
3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα
4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας collemataceae
νεοελλ.-μσν.
το σημείο όπου έγινε η συγκόλληση|| αρχ.
1. συγκολλημένα φύλλα παπύρου που συγκροτούν κύλινδρο
2. απόφραξη τού παρθενικού υμένα.·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλλημα — that which is glued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλημα — το, ατος 1. κόλληση. 2. μπάλωμα, επικόλλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλημάτων — κόλλημα that which is glued neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλήμασιν — κόλλημα that which is glued neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Коллема — (Collema Fr.) родовое название студенистых лишайников из семейства коллемовых (см.), названных так (от греческого слова κόλλημα слизь) потому, что в сырую погоду они представляют слизистую, студенистую массу, листик или кустик. В сухую же погоду… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • ανακόλληση — η (Α ἀνακόλλησις) [ἀνακολλῶ] το να ανακολλά κανείς, κόλλημα, ξανακόλλημα …   Dictionary of Greek

  • ανασυγκόλληση — η νέα συγκόλληση, νέο κόλλημα, αποκατάσταση της ενότητας …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • διακόλληση — η (Α διακόλλησις) [διακολλώ] συγκόλληση, κόλλημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”